-
1 περισκοπέω
περισκοπ-έω, [tense] fut. - σκέψομαι: [tense] pf. - έσκεμμαι in act. sense, S.E.M. 2.53 ; in pass. sense, v. infr. 11.3:—II examine, observe carefully,τὸ αὐτίκα Th.1.36
;τὸν αἰγιαλόν Plu.Pomp.80
;νύκτα -σκέψασθαι Arat. 199
;τὰ πάντα Luc.VH1.32
.2 consider well, ; π. ὁπότεροι κρατήσουσι watch and see.., Th.6.49 ;π. εἴτε.. εἴτε Pl.Prt. 313a
; τἀφανῆ π. speculate on hidden things, S.Fr. 737 ; τὴν φύσιν περιεσκεμμένος cj. in Pl.Ax. 365b.3 περιεσκεμμένος, in pass. sense, circumspect, guarded, γνώμη, ἔπαινος, D.Chr.34.27, Luc.Hist.Conscr. 59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκοπέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский